ευπαρουσίαστος — η, ο 1. αυτός που έχει καλό πρόσωπο, καλή εμφάνιση, εμφανίσιμος: Ευπαρουσίαστη γυναίκα. 2. αυτός που μπορεί να δειχτεί: Το φαγητό δεν είναι ευπαρουσίαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθρωπιά — η 1. τα ανώτερα συναισθήματα που χαρακτηρίζουν έναν άνθρωπο, έμφυτη ευγένεια («δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την ανθρωπιά σου» παροιμ. 2. (η έναρθη γενική ως επίθ.) της ανθρωπιάς αρκετά καλός, ανεκτός, ευπαρουσίαστος, ανθρωπινός («βάλε… … Dictionary of Greek
ανθρωπινός — ή, ό 1. ανθρώπινος* 2. ανεκτός, επαρκής («ανθρωπινό φαΐ») 3. κόσμιος, ευπρεπής ευπαρουσίαστος («ανθρωπινά λόγια», «ανθρωπινά ρούχα») … Dictionary of Greek
εμφανίσιμος — η, ο ευπαρουσίαστος, ο ντυμένος καλά ώστε να μπορεί να παρουσιαστεί σε δημόσια συγκέντρωση, ευπρόσωπος, παρουσιάσιμος … Dictionary of Greek
ευπρεπής — ές (ΑΜ εὐπρεπής, ές) 1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος 2. ευγενικός, κόσμιος μσν. μεγαλοπρεπής, λαμπρός αρχ. 1. ένδοξος, επιφανής 2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ευπρόσωπος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσωπος, ον) 1. αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ευπαρουσίαστος («ὁ νεανίσκος οὐκ εὐπρόσωπος», Πλάτ.) 2. ευχάριστος στην εμφάνιση, ικανοποιητικός στην παρουσίαση (α. «ευπρόσωπο μάθημα» β. «ευπρόσωπη παράσταση») αρχ. 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
φιλευπρόσωπος — ον, Μ αυτός που τού αρέσουν τα ωραία πρόσωπα ή αυτός που τού αρέσει να έχει ωραίο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὐπρόσωπος «όμορφος, ευπαρουσίαστος»] … Dictionary of Greek
εμφανίσιμος — η, ο ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευπρόσωπος — η, ο ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)